σκρίνιο

σκρίνιο
Είδος επίπλου που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη πολύτιμων πραγμάτων. Επίσης είδος γραφείου. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη scrinium. Στο Βυζάντιο ονόμαζαν σ., στον πληθυντικό, τα δημόσια γραφεία καθώς και εκείνα που λειτουργούσαν στα ανάκτορα. Εκείνοι που εργάζονταν στα σ. ονομάζονταν σκρινιάριοι (γραφιάδες). Αγγλικό σκρίνιο του 19ου αι.
* * *
το / σκρίνιον, ΝΜΑ
νεοελλ.
οικιακό έπιπλο με συρτάρια για την φύλαξη σκευών ή άλλων αντικειμένων
μσν.-αρχ.
1. χαρτοφυλάκιο, φάκελος
2. δημόσιο ή ανακτορικό γραφείο
αρχ.
κουτί, κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrinium «κιβώτιο, χαρτοφυλάκιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκρίνιο — το (λ. λατ.), είδος επίπλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκρινιάριος — ὁ, ΜΑ γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scriniarius «επιστάτης χαρτοφυλακίου» < scrinium (πρβλ. σκρίνιο) + κατάλ. arius (πρβλ. σιλεντι άριος)] …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μπιντερμάιερ — (Biedermeier). Συμβατικός όρος που χαρακτηρίζει έναν γερμανικό ρυθμό επίπλωσης. Αναπτύχθηκε μεταξύ 1815 και 1848 και πήρε την ονομασία του από ένα φανταστικό πρόσωπο το οποίο δύο συγγραφείς (ο Άντολφ Κουσμάουλ και ο Λούντβιχ Άιχροντ) ταύτισαν με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”