- σκρίνιο
- Είδος επίπλου που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη πολύτιμων πραγμάτων. Επίσης είδος γραφείου. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη scrinium. Στο Βυζάντιο ονόμαζαν σ., στον πληθυντικό, τα δημόσια γραφεία καθώς και εκείνα που λειτουργούσαν στα ανάκτορα. Εκείνοι που εργάζονταν στα σ. ονομάζονταν σκρινιάριοι (γραφιάδες).
Αγγλικό σκρίνιο του 19ου αι.
* * *το / σκρίνιον, ΝΜΑνεοελλ.οικιακό έπιπλο με συρτάρια για την φύλαξη σκευών ή άλλων αντικειμένωνμσν.-αρχ.1. χαρτοφυλάκιο, φάκελος2. δημόσιο ή ανακτορικό γραφείοαρχ.κουτί, κιβώτιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrinium «κιβώτιο, χαρτοφυλάκιο»].
Dictionary of Greek. 2013.